- διακοσάρι
- το двести драхм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακοσάρι — το 1. ποσό διακοσίων δραχμών 2. ποσότητα διακοσίων μονάδων όγκου ή βάρους 3. δρόμος διακοσίων μέτρων … Dictionary of Greek
διακοσάρης, -α, -ι — και ικο 1. αυτός που απαρτίζεται από διακόσιες μονάδες. 2. το ουδ. ως ουσ., διακοσάρι ποσό ή νόμισμα διακοσίων ευρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)